rely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rely |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relies |
αόριστος | relied |
παθητική μετοχή | relied |
ενεργητική μετοχή | relying |
Ρήμα
[επεξεργασία]rely (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- rely - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 819. ISBN 9780194325684., λήμμα: στηρίζω