Μετάβαση στο περιεχόμενο

rely

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας rely
γ΄ ενικό ενεστώτα relies
αόριστος relied
παθητική μετοχή relied
ενεργητική μετοχή relying

rely (en)

  • στηρίζω, βασίζω, εξαρτώ
      I was relying on you for the money.
    Βασιζόμουν πάνω σου για τα χρήματα.
      Do you rely your future on chance?
    Στηρίζεις το μέλλον σου στην πιθανότητα;
      I am relying on your help/your discretion.
    Στηρίζομαι στη βοήθειά σου/στην εχεμύθειά σου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη depend

Παράγωγα

[επεξεργασία]