Μετάβαση στο περιεχόμενο

rely on

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας rely on
γ΄ ενικό ενεστώτα relies on
αόριστος relied on
παθητική μετοχή relied on
ενεργητική μετοχή relying on

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rely on <  δείτε τις λέξεις rely και on

rely on (en) (αμετάβατο)

  1. στηρίζομαι σε, χρειάζομαι και εξαρτώμαι από κάτι
      The ideas relied on his writings.
    Οι ιδέες στηρίζονταν στα γραπτά του.
      I am relying on your help/on your discretion.
    Στηρίζομαι στη βοήθειά σου/στην εχεμύθειά σου.
      I rely on myself/on my strengths.
    Στηρίζομαι στον εαυτό μου/στις δυνάμεις μου.
  2. βασίζομαι σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον
      You can rely on me.
    Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα.
      I relied on you for the money.
    Βασίστηκα πάνω σου για τα χρήματα.
      How did they rely on and entrust him with such a serious matter?
    Πού βασίστηκαν και του εμπιστεύτηκαν μια τόσο σοβαρή υπόθεση;
      Don’t rely on your memory.
    Μην εμπιστεύεσαι την μνήμη σου.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]