rely on
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rely on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relies on |
αόριστος | relied on |
παθητική μετοχή | relied on |
ενεργητική μετοχή | relying on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- στηρίζομαι σε, χρειάζομαι και εξαρτώμαι από κάτι
- ⮡ The ideas relied on his writings.
- Οι ιδέες στηρίζονταν στα γραπτά του.
- ⮡ I am relying on your help/on your discretion.
- Στηρίζομαι στη βοήθειά σου/στην εχεμύθειά σου.
- ⮡ I rely on myself/on my strengths.
- Στηρίζομαι στον εαυτό μου/στις δυνάμεις μου.
- ⮡ The ideas relied on his writings.
- βασίζομαι σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον
- ⮡ You can rely on me.
- Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα.
- ⮡ I relied on you for the money.
- Βασίστηκα πάνω σου για τα χρήματα.
- ⮡ How did they rely on and entrust him with such a serious matter?
- Πού βασίστηκαν και του εμπιστεύτηκαν μια τόσο σοβαρή υπόθεση;
- ⮡ Don’t rely on your memory.
- Μην εμπιστεύεσαι την μνήμη σου.
- ⮡ You can rely on me.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη depend on