depend on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας depend on
γ΄ ενικό ενεστώτα depends on
αόριστος depended on
παθητική μετοχή depended on
ενεργητική μετοχή depending on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

depend on < → δείτε τις λέξεις depend και on

Ρήμα[επεξεργασία]

depend on (en)

  1. βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι και μπορώ να τον εμπιστεύομαι
    You can depend on me.
    Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα.
    He is not a man to depend on.
    Δεν είναι άνθρωπος να βασιστείς.
  2. είμαι βέβαιος για κάτι ή περιμένω ότι κάτι θα συμβεί
    He will refuse to help, you can depend on it.
    Θ' αρνηθεί να βοηθήσει, να είσαι βέβαιος γι' αυτό.
  3. εξαρτώμαι από, βασίζομαι σε, χρειάζομαι χρήματα, βοήθεια κτλ. από κάποιον ή κάτι άλλο για συγκεκριμένο σκοπό
    My child depends on me.
    Το παιδί μου εξαρτάται από εμένα.
    I am depending on your help.
    Βασίζομαι στη βοήθειά σου.
  4. εξαρτώμαι από, επηρεάζεται ή αποφασίζεται από κάτι
    The success of our picnic depends on the weather.
    Η επιτυχία της εκδρομής μας εξαρτάται από τον καιρό.
    It all/that depends.
    (Αυτό) εξαρτάται.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hinge on

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]