count on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | count on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | counts on |
αόριστος | counted on |
παθητική μετοχή | counted on |
ενεργητική μετοχή | counting on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
count on (en)
- βασίζομαι σε, στηρίζομαι σε, προεξοφλώ, εμπιστεύομαι κάποιον να κάνει κάτι ή να είναι σίγουρος ότι κάτι θα συμβεί
Πηγές[επεξεργασία]
- count on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 159, 819. ISBN 9780194325684., λήμμα: βασίζω, στηρίζω