count on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας count on
γ΄ ενικό ενεστώτα counts on
αόριστος counted on
παθητική μετοχή counted on
ενεργητική μετοχή counting on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

count on < → δείτε τις λέξεις count και on

Ρήμα[επεξεργασία]

count on (en)

  • βασίζομαι σε, στηρίζομαι σε, προεξοφλώ, εμπιστεύομαι κάποιον να κάνει κάτι ή να είναι σίγουρος ότι κάτι θα συμβεί
    You can count on me.
    Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα.
    I am counting on your help/discretion.
    Στηρίζομαι στη βοήθειά σου/στην εχεμύθειά σου.
    I can’t count on the outcome of the negotiations.
    Δεν μπορώ να προεξοφλήσω την έκβαση των διαπραγματεύσεων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη depend on

Πηγές[επεξεργασία]