count
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
count | counts |
count (en)
- μέτρημα, μέτρηση
- κόμης (εκτός Μεγάλη Βρετανία)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (2) earl (στη Μεγάλη Βρετανία)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | count |
γ΄ ενικό ενεστώτα | counts |
αόριστος | counted |
παθητική μετοχή | counted |
ενεργητική μετοχή | counting |
count (en)