Μετάβαση στο περιεχόμενο

count

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
count counts

count (en)

  1. το μέτρημα, η μέτρηση, η ενέργεια του μετρώ να βρω ένα σύνολο
      the count of students in a department - το μέτρημα των μαθητών ενός τμήματος
      a count of votes - μέτρηση των ψήφων
  2. (συνήθως ενικός) το μέτρημα, εκφώνηση αριθμών κατά ορισμένη σειρά
      The count from one to ten.
    Το μέτρημα από το ένα ως το δέκα.
  3. (νομικός όρος) το κεφάλαιο κατηγορίας
      He was found guilty on all four counts.
    Ευρέθη ένοχος και στα τέσσερα κεφάλια της κατηγορίας.
  4. (συνήθως πληθυντικός) το σημείο που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης
      I disagree with you on both counts.
    Διαφωνώ μαζί σου και στα δύο σημεία.
  5. ο κόμης (εκτός Μεγάλη Βρετανία)
     συνώνυμα: earl

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας count
γ΄ ενικό ενεστώτα counts
αόριστος counted
παθητική μετοχή counted
ενεργητική μετοχή counting

count (en)

  1. (αμετάβατο) μετράω, αριθμώ, εκφωνώ αριθμούς κατά σειρά
      He knows how to count to ten.
    Ξέρει να μετράει ως το δέκα.
      Count from 1 to 10.
    Αριθμείστε από το 1 ως το 10.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μετράω, υπολογίζω το σύνολο των ανθρώπων, των πραγμάτων κτλ. σε μια συγκεκριμένη ομάδα
      She’s counting the votes.
    Μέτρησε τους ψήφους.
      After 60, every year counts double for retirement.
    Μετά τα 60 κάθε χρόνος μετράει δίπλα για τη σύνταξη.
  3. (μεταβατικό) περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι όταν υπολογίζω ένα σύνολο
      There are five of us, counting my son.
    Είμαστε πέντε, περιλαμβανομένου και του γιου μου.
      There are ten of us, not counting the dogs.
    Είμαστε δέκα, χωρίς να συμπεριλάβουμε τους σκύλους.
      There are ten of us, not counting the children.
    Είμαστε δέκα, χώρια τα παιδιά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη include
  4. (αμετάβατο) μετράει, έχει σημασία
      Every minute counts.
    Το κάθε λεπτό μετράει.
      Money counts for little/nothing.
    Το χρήμα μετράει λίγο/δεν μετράει καθόλου.
      The result is what counts.
    Το αποτέλεσμα είναι εκείνο που μετράει.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) μετράω, θεωρούμαι έγκυρος, έτσι ώστε να υπολογίζομαι στο τελικό σύνολο
      The basket didn’t count because the shot was made after offensive time had expired.
    Το καλάθι δε μέτρησε γιατί το σουτ έγινε αφού είχε λήξει ο χρόνος της επίθεσης.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) θεωρώ
      I count it an honor to serve you.
    Το θεωρώ τιμή μου να σας υπηρετήσω.
      We must count him as dead.
    Πρέπει να τον θεωρήσουμε νεκρό.
      I count myself lucky to be here.
    Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που είμαι εδώ.
      I count you among my friends.
    Σε θεωρώ φίλο μου.
      He counts among the best lawyers in Athens.
    Υπολογίζεται μεταξύ των καλύτερων δικηγόρων της Αθήνας.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]