count in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | count in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | counts in |
αόριστος | counted in |
παθητική μετοχή | counted in |
ενεργητική μετοχή | counting in |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
count in (en)
- περιλαμβάνω, λογαριάζω, περιλαμβάνω κάποιον σε μια δραστηριότητα