Μετάβαση στο περιεχόμενο

λογαριάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λογαριάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογαριάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lo.ɣaɾˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λογαριάζω

λογαριάζω, αόρ.: λογάριασα, παθ.φωνή: λογαριάζομαι, π.αόρ.: λογαριάστηκα, μτχ.π.π.: λογαριασμένος

  1. κάνω αριθμητικές πράξεις για να βρω το αποτέλεσμα
     συνώνυμα: υπολογίζω
  2. προσπαθώ να εκτιμήσω ένα ορισμένο μέγεθος
      Μπορείς να λογαριάσεις πόσος χρόνος θα μας χρειαστεί για να ολοκληρώσουμε το σχέδιο;
     συνώνυμα: υπολογίζω
  3. παίρνω υπόψη μου κάτι ή κάποιον πριν ενεργήσω, δείχνω σεβασμό στις επιπτώσεις που ίσως έχει πάνω σε άλλους μια ενέργειά μου
      Προκειμένου να κάνει το δικό του δεν λογαριάζει τίποτα και κανέναν.
     συνώνυμα: υπολογίζω
  4. σχεδιάζω, σκέφτομαι να κάνω κάτι
      Λογαριάζουμε να έρθουμε να σας δούμε το Πάσχα.
     συνώνυμα: υπολογίζω
  5. (παθητική φωνή) έρχομαι σε σύγκρουση, αναμετριέμαι
      Θα λογαριαστούμε εμείς οι δυο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λογαριάζω < λογάρ(ι), μορφή του λογάριον + -ιάζω[1] ή λογάρι + -άζω


ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

[επεξεργασία]

παράγωγα και σύνθετα:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]