λογαριασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογαριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λογαριάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
λογαριασμένος, -η, -ο
- που έχει λογαριαστεί, που είναι υπολογισμένος
- που έχει λύσει τις διαφορές του και τις διαφωνίες του με κάποιον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογαριασμένος
|