υπολογισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπολογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπολογίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]υπολογισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπολογίζω