υπολογισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπολογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπολογίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]υπολογισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπολογίζω
υπολογισμένος, -η, -ο