αναμετριέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναμετριέμαι < παθ. φωνή του αναμετρώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αναμετριέμαι

  1. συγκρίνομαι, αντιπαραβάλλομαι, μετράω τις δυνάμεις μου ή κάποιες ιδιότητές μου σε σχέση με τις ίδιες ιδιότητες κάποιου άλλου ατόμου
  2. συγκρούομαι, παίζω ξύλο, διαφωνώ, συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια
    • Τα κόμματα αναμετρήθηκαν σκληρά στις εκλογές.

Συνώνυμα[επεξεργασία]


Συγγενικά[επεξεργασία]



Μεταφράσεις[επεξεργασία]