αναμετριέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αναμετριέμαι < παθ. φωνή του αναμετρώ
Ρήμα[επεξεργασία]
αναμετριέμαι
- συγκρίνομαι, αντιπαραβάλλομαι, μετράω τις δυνάμεις μου ή κάποιες ιδιότητές μου σε σχέση με τις ίδιες ιδιότητες κάποιου άλλου ατόμου
- συγκρούομαι, παίζω ξύλο, διαφωνώ, συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια
- Τα κόμματα αναμετρήθηκαν σκληρά στις εκλογές.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- λόγιο: αναμετρώμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναμετριέμαι
|