count out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | count out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | counts out |
αόριστος | counted out |
παθητική μετοχή | counted out |
ενεργητική μετοχή | counting out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
count out (en)
- μετράω ένα-ένα
- ↪ The old woman counted out ten euros.
- Η γριά μέτρησε δέκα ευρώ ένα-ένα.
- ↪ The old woman counted out ten euros.
- δεν περιλαμβάνω, δεν λογαριάζω, δεν περιλαμβάνω κάποιον σε μια δραστηριότητα