κόμης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόμης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόμης < λατινική comes (ακόλουθος) < cum + eo
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.mis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐μης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόμης αρσενικό (θηλυκό: κόμισσα ή κόμησσα)
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κόμης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόμης
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κόμης θηλυκό
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)