βαρόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βαρόνος | οι | βαρόνοι |
γενική | του | βαρόνου | των | βαρόνων |
αιτιατική | τον | βαρόνο | τους | βαρόνους |
κλητική | βαρόνε | βαρόνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαρόνος < αγγλική ή γαλλική baron < παλαιά γαλλική baron < μεσαιωνική λατινική barō < φραγκική *barō (άνδρας, πολεμιστής) < *barô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαρόνος αρσενικό (θηλυκό: βαρόνη)
- κατώτερος τίτλος ευγενείας
- (μεταφορικά) κάποιος με μεγάλη δύναμη που ελέγχει έναν τομέα, π.χ. του υποκόσμου
- οι βαρόνοι της κοκαΐνης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)