τίτλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τίτλος | οι | τίτλοι |
γενική | του | τίτλου | των | τίτλων |
αιτιατική | τον | τίτλο | τους | τίτλους |
κλητική | τίτλε | τίτλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τίτλος < ελληνιστική κοινή τίτλος < λατινική titulus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τίτλος αρσενικό
- φράση ή λέξη που καθορίζει κάποιο βιβλίο ή, γενικά, κάποιο έργο
- ο Λαπαθιώτης έχει γράψει ένα υπερσουρρεαλιστικό ποίημα με τίτλο: Βάο, Γάο, Δάο
- μας ζήτησε να γράψουμε μια έκθεση με έναν πολύ μακροσκελή τίτλο
- αυτός ο γλύπτης βάζει όλο ξενικούς τίτλους στα γλυπτά του
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ίδιων βιβλίων που εκδίδονται από κάποιον εκδότη
- φέτος έχουμε εκδώσει δέκα τίτλους περισσότερους από πέρσι
- (στον πληθυντικό) τα στοιχεία ενός έργου κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού (ποιος παίζει, ποιοι είναι οι συντελεστές κλπ) που εμφανίζονται στην αρχή ή στο τέλος του έργου
- καθιερωμένο αξίωμα ή τιμητική ονομασία σε κοινωνική, επιστημονική ή άλλη ομάδα ατόμων
- στον Εδουάρδο Η΄ δόθηκε ο τίτλος του δούκα του Ουίνδσορ μετά την παραίτησή του από βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας
- (μεταφορικά, αθλητισμός) το πρωτάθλημα
- επίσημο, νομιμοποιητικό έγγραφο με το οποίο κατοχυρώνεται η ιδιοκτησία ή το δικαίωμα σε μέρος αυτής
- και φέτος εκδόθηκαν τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου
- έχετε τίτλους ιδιοκτησίας από τους οποίους να αποδεικνύεται ότι είστε εσείς ο ιδιοκτήτης;
- η επωνυμία εταιρείας, ιδρύματος ή αντικειμένου με την οποία είναι γνωστή στο ευρύ κοινό και είναι κατοχυρωμένη από τον νόμο
- αρκετά φαρμακευτικά σκευάσματα κυκλοφορούν με διαφορετικούς εμπορικούς τίτλους ενώ, ουσιαστικά, περιέχουν την ίδια δραστική ουσία
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πέφτουν οι τίτλοι
- σε τίτλους: πάρα πολύ σύντομα και περιληπτικά
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τίτλος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)