title

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
title titles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

title (en)

  • ο τίτλος
    ⮡  The book has a different title this time.
    Το βιβλίο έχει ένα διαφορετικό τίτλο αυτήν τη φορά.