ανεξαρτησία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.ksaɾ.tiˈsi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεξαρτησία θηλυκό
- η κατάσταση του ανεξάρτητου
- η απουσία εξαρτήσεων (από άλλον άνθρωπο, συνθήκες, επιρροές, προκαταλήψεις κλπ)
- η ανεξαρτησία της γυναίκας, η ανεξαρτησία του πνεύματος, οικονομική ανεξαρτησία
- η αυτόνομη πολιτική συγκρότηση και πορεία ενός έθνους, μίας χώρας, η ελευθερία
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεξαρτησία