watch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
watch | watches |
watch (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | watch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | watches |
αόριστος | watched |
παθητική μετοχή | watched |
ενεργητική μετοχή | watching |
watch (en)
- παρακολουθώ
- I watch TV - παρακολουθώ τηλεόραση