ὡρολόγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὡρολόγι τὰ ὡρολόγια
      γενική τοῦ ὡρολογίου τῶν ὡρολογίων
      δοτική τῷ ὡρολογί τοῖς ὡρολογίοις
    αιτιατική τὸ ὡρολόγιον τὰ ὡρολόγια
     κλητική ! ὡρολόγιον ὡρολόγια
Χωρίς κατάληξη -ιον. Συγκρίνετε με το
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὡρολόγι < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική *ὡρολόγιν < ὡρολόγιον ελληνιστική κοινή ὡρολόγιον → και δείτε περισσότερα στο ρολόι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὡρολόγι, -ίου ουδέτερο

  • (καθαρεύουσα) απλούστερη μορφή του ὡρολόγιον: το ρολόγι → δείτε τη λέξη ρολόι
    ※  1965 σελ.49 ω ὡρολόγι - αλφαβητάριο Α΄Δημοτικού, Ι.Κ. Γιαννέλης, Γ. Σακκάς, 1965, επανέκδοση, @iep.edu.gr - Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) Ιστορική Συλλογή
    —Τίκ τάκ, τίκ τάκ,
    ἔκανε τὸ ὡρολόγι.
    —Μίμη, τὸ ὡρολόγι.
    Νά τὸ ὡρολόγι.