Κατηγορία:Καθαρεύουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Γλώσσα: Νέα ελληνικά - Καθαρεύουσα » επιλέξτε είδος κατηγορίας |
- Νέα ελληνική - έως το 1976
- γραφή: πολυτονικό σύστημα, έως το 1982
- κωδικός: kath για λέξεις που δημιούργησε η καθαρεύουσα
- πρότυπο
{{καθ}}
για Κατηγορία:Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
δείτε επίσης δημοτική, νεοελληνική κοινή
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 6 υποκατηγορίες, από 6 συνολικά.
Π
Άρθρα στην κατηγορία "Καθαρεύουσα"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 5.494 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- ἀγαλματίδιον
- Ἀγγελοχώριον
- ἁγιοποίησις
- Ἁγιοχώριον
- ἀγοραῖον
- ἀγρανάπαυσις
- ἀγροτεμάχιον
- ἀγυιά
- ἀγυιόπαις
- Ἀδαμάντιος
- ἀδαμαντωρυχεῖον
- ἀδασμολογήτως
- ἀδελεάστως
- ἀδελφικότης
- ἀδεξιότης
- ἀδεξίως
- ἀδεσμεύτως
- αδιαμοιράστως
- αδιαμφισβητήτως
- αδιανοήτως
- αδιασείστως
- αδιασπάστως
- αδιαταράκτως
- αδιαφημίστως
- αδιαφθόρως
- αδιαφιλονικήτως
- αδιαφόρως
- αδιαχωρήτως
- αδιαχωρίστως
- αδιαψεύστως
- αδιδάκτως
- αδιερευνήτως
- αδικαιολογήτως
- αδιοικήτως
- αδιοράτως
- αδιορθώτως
- αδιορίστως
- αδιστάκτως
- αδογματίστως
- αδοκήτως
- αδοκιμάστως
- αδολιεύτως
- αδόλως
- αδόξως
- αδρανοποίησις
- αδρομίσθως
- αδρότης
- αδρώς
- αδύνατον
- αδυσωπήτως
- αδωροδοκήτως
- αενάως
- αέριον
- αεριωθούμενον
- αεροβόλον
- αεροδικείον
- Αεροδρόμιον
- ἀεροδρόμιον
- αερόθερμον
- ἀερολιμήν
- αερόλουτρον
- αεροπλανοφόρον
- αερόστατον
- Ἀετοχώριον
- αζημιώτως
- αζητήτως
- άζωτον
- αηδιαστικώς
- Ἀηδονοχώριον
- αηδών
- αθανάτως
- αθελήτως
- αθεμίτως
- αθεραπεύτως
- αθέτησις
- αθιγγανίς
- αθλίως
- άθλον
- αθορύβως
- αθραύστως
- αθροιστικώς
- αθρόως
- αθύμως
- αθυροστόμως
- αθωνίτις
- αθωότης
- αθώως
- αθώωσις
- αιγιαλίτις
- αιδοίον
- αιθήρ
- αιθυλένιον
- αιθύλιον
- αιματέμεσις
- αιματόχρους
- αιμοκάθαρσις
- αιμόπτυσις
- αιμορροΐς
- αιμόστασις
- αιμοσφαίριον
- αινιγματικότης
- αίρεσις
- αισθαντικότης
- αισθαντικώς
- αισθηματικότης
- αισθηματικώς
- αίσθησις
- αισθητήριον
- αισθητικότης
- αισθητικώς
- αισθητοποίησις
- αισθητότης
- αισθητώς
- αισιοδόξως
- αισίως
- αισχρότης
- αισχρώς
- αίτησις
- αιτίασις
- αιτιολόγησις
- αιτιότης
- αιφνιδιαστικώς
- αιφνιδίως
- αιχμαλώτισις
- αιχμηρότης
- αιχμηρώς
- αιωνιότης
- αιωνίως
- αιώρησις
- ακαδημαϊκότης
- ακαδημαϊκώς
- ακαθάρτως
- ακαθέκτως
- ακαθορίστως
- ακαίρως
- ακάκως
- ακαλαισθήτως
- ακαλλωπίστως
- ακαλύπτως
- ακαμάτως
- ακάμπτως
- ακανονίστως
- ακαριαίως
- ακάρπως
- ακαταβλήτως
- ακαταδέκτως
- ακαταλήπτως
- ακαταλληλότης
- ακαταλλήλως
- ακαταλογίστως
- ακαταλύτως
- ακαταμαχήτως
- ακατανικήτως
- ακατανοήτως
- ακαταπαύστως
- ακαταπαύτως
- ακαταπονήτως
- ακαταρτίστως
- ακαταστάτως
- ακατασχέτως
- ακατατοπίστως
- ακαταφρονήτως
- ακατεργάστως
- ακατηγορήτως
- ακατονομάστως
- ακεραίως
- ακηδεμονεύτως
- ακηρύκτως
- ακινδύνως
- ακινητοποίησις
- ακινήτως
- ἀκίς
- ακλαύτως
- ακλίτως
- ακλονήτως
- ακλυδωνίστως
- ακμαίως
- άκμων
- ακοινωνήτως
- ακολάστως
- ακόμψως
- ακόντιον
- Ακόντιον
- ακόντισις
- ακοόμετρον
- ακόπως
- ακορέστως
- ακοσμήτως
- ακόσμως
- ακουσίως
- ακουστικότης
- ακραδάντως
- ακρατήτως
- ακριβοδικαίως
- ακρίς
- Ἀκριτοχώριον
- ακρίτως
- ακροαματικότης
- ακροβάτις
- άκρον