ἀποπνευμάτωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποπνευμάτωσις < → δείτε τη λέξη αποπνευμάτωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀποπνευμάτωσις θηλυκό