ἀγρανάπαυσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγρανάπαυσις < αρχαία ελληνική ἀγρ(ός)+ αρχαία ελληνική ἀνάπαυσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγρανάπαυσις θηλυκό
ἀγρανάπαυσις θηλυκό