ἀγρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγρός αρσενικό
[επεξεργασία]
- ἀγρόθεν, ἀγρόθι, ἀγρόνδε,
- ἀγρότερος (άγριος, αγροτικός)
- ἀγροτήρ και θηλυκό ἀγρότειρα
- ἀγρότης με θηλυκό ἀγρότις (χωρικός ίσως και αγρευτής)
- ἀγροτικός,ή, όν (χωρικός ίσως και κυνηγός)
- ἀγρώστης με θηλυκό ἀγρῶστις (χωρικός και ίσως κυνηγετικός)
- ἀγρώτης (αυτός στους αγρούς, ο άγριος, ο αγρότης)