ἀγροίκως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγροίκως < επίθετο ἄγροικος (χωριάτης, άξεστος)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἀγροίκως
- άξεστα, με χωριάτικο τρόπο
ἀγροίκως