ager
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ager < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éǵros. Συγγενές με τα αρχαία ελληνική ἀγρός, (σανσκριτικά) अज्र (ájra) και (αγγλοσαξονικά) æcer (αγγλικά: acre)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ager (la) αρσενικό
- ο αγρός
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ager | agrī |
γενική | agrī | agrōrum |
δοτική | agrō | agrīs |
αιτιατική | agrum | agrōs |
κλητική | ager | agrī |
αφαιρετική | agrō | agrīs |
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ager (ro)