acre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acre (en)
- (μονάδα μέτρησης) βρετανικό εκτάριο
- (μεταφορικά) πάρα πολύ, κάτι τεράστιο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acre | acres |
acre (fr) αρσενικό
- (μονάδα μέτρησης) των επιφανειών που ισούται με περίπου 4 στρέμματα
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
acre (it)