στρέμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρέμμα τα στρέμματα
      γενική του στρέμματος των στρεμμάτων
    αιτιατική το στρέμμα τα στρέμματα
     κλητική στρέμμα στρέμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρέμμα < ελληνιστική κοινή στρέμμα < αρχαία ελληνική στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρέμμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΝΤΟΥΣΚΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ (2013) ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΦΥΣΙΚΗΣ I, σελ. 13-14. Προσπέλαση 2020-05-27.