χίλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χίλια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χίλια, ουδέτερο του χίλιοι
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
χίλια
- (απόλυτο αριθμητικό) εκατό φορές το δέκα, 1.000
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χίλια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χίλια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χίλιοι
Αριθμητικό[επεξεργασία]
χίλια
- (απόλυτο αριθμητικό) το χίλια
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αριθμητικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά απόλυτα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Αριθμητικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αριθμητικά απόλυτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)