mie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mie | mies |
mie (fr) θηλυκό
- η ψίχα
Επίρρημα[επεξεργασία]
mie (fr)
- (παρωχημένο) αρνητικό μόριο, ποτέ
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mio | mii |
θηλυκό | mia | mie |
mie (it)