ποτέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποτέ < αρχαία ελληνική ποτέ
Επίρρημα
[επεξεργασία]ποτέ (χρονικό επίρρημα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πάλαι ποτέ
Παροιμίες
[επεξεργασία]- κάλλιο αργά παρά ποτέ