ποτέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πότε

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποτέ < αρχαία ελληνική ποτέ

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ποτέ (χρονικό επίρρημα)

  1. κάποια φορά, σε κάποιο χρονικό διάστημα
    θα έρθεις ποτέ να μας δεις;
     συνώνυμα: κάποτε
  2. καμία φορά, σε κανένα χρονικό διάστημα
    δεν θα έρθω ποτέ!
    ποτέ δεν θα δούμε χαΐρι!
     συνώνυμα: ουδέποτε
     αντώνυμα: πάντα, πάντοτε

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • πάλαι ποτέ

Παροιμίες

[επεξεργασία]
  • κάλλιο αργά παρά ποτέ

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]