Μετάβαση στο περιεχόμενο

never

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

never (en) (χωρίς παραθετικά)

  • δεν…ποτέ, καμία φορά, σε κανένα χρονικό διάστημα
      almost never - σχεδόν ποτέ
      I have never felt better in my whole life.
    Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
      I had never promised you a new bike.
    Ποτέ δε σου είχα υποσχεθεί νέο ποδήλατο.
      My mom would never say something so mean.
    Η μαμά μου δε θα έλεγε ποτέ κάτι τόσο κακό.
      Never ever have I seen him so tired.
    Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο κουρασμένο.
      We meet at work, but never socially.
    Συναντιόμαστε στη δουλειά, αλλά ποτέ κοινωνικά.