ἀγρονόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀγρονόμος αρσενικό & ἀγρόνομος
- ο άρχων των Αθηνών που είχε την εποπτεία των γαιών που ανήκαν στην πολιτεία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀγρονόμος | τὸ ἀγρονόμον | οἱ, αἱ ἀγρονόμοι | τὰ ἀγρονόμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀγρονόμου | τοῦ ἀγρονόμου | τῶν ἀγρονόμων | τῶν ἀγρονόμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀγρονόμῳ | τῷ ἀγρονόμῳ | τοῖς, ταῖς ἀγρονόμοις | τοῖς ἀγρονόμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀγρονόμον | τὸ ἀγρονόμον | τοὺς, τὰς ἀγρονόμους | τὰ ἀγρονόμα |
Κλητική | ἀγρονόμε | ἀγρονόμον | ἀγρονόμοι | ἀγρονόμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀγρονόμω | |||
Γενική-Δοτική | ἀγρονόμοιν |
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀγρονόμος,ος,ον