κυνηγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κυνηγός | οι | κυνηγοί |
γενική | του | κυνηγού | των | κυνηγών |
αιτιατική | τον | κυνηγό | τους | κυνηγούς |
κλητική | κυνηγέ | κυνηγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυνηγός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κυνηγός (που οδηγεί κυνηγετικά σκυλιά) < κύων (σκύλος) γενική κυνός + -ηγός (< ἄγω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυνηγός αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με το κυνήγι, ο θηρευτής (η λέξη οφείλει το σχηματισμό της στο ότι το κυνήγι συνήθως γίνεται με σκύλους)
- ο επιθετικός παίκτης σε ομαδικό άθλημα όπως στο ποδόσφαιρο
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
κυνηγ-
κυνηγ-
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κῠνηγ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | κυνηγός | οἱ/αἱ | κυνηγοί | |
γενική | τοῦ/τῆς | κυνηγοῦ | τῶν | κυνηγῶν | |
δοτική | τῷ/τῇ | κυνηγῷ | τοῖς/ταῖς | κυνηγοῖς | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | κυνηγόν | τοὺς/τὰς | κυνηγούς | |
κλητική ὦ! | κυνηγέ | κυνηγοί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυνηγώ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κυνηγοῖν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυνηγός < κύων (σκύλος) κυν- (όπως στη γενική: κυνός) + -ηγός (< ἄγω). Ήδη, τύπος δοτικής στη μυκηναϊκή 𐀓𐀙𐀐𐀲𐀂 (ku-na-ke-ta-i, κυναγέταις)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κῠνηγός αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκό κυνηγίς), δωρικός τύπος : κῠνᾱγός
- αυτός που οδηγεί κυνηγετικά σκυλιά
- για την προσωνυμία της Αρτέμιδος → δείτε τη λέξη κυναγός
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
κυνηγ-, κυναγ-
κυνηγ-, κυναγ-
θέμα κῠνηγ-
- ἀρχικυνηγός
- ἐκκυνηγέσσω
- ἐκκυνηγετέω
- ἐκκυνηγετητέον
- θεατροκυνηγέσιον
- κοντοκυνηγέσιον
- κυνηγεσία
- κυνηγέσιον
- κυνηγέσσω
- κυνηγετέω
- κυνηγέτης
- κυνηγετικός
- κυνηγέτις
- κυνηγέω
- κυνηγητήρ
- κυνηγία
- κυνηγικός
- κυνήγιον
- κυνηγίς
- παιδικυνηγεσία
- προκυνηγία
- συγκυνηγετέω
- συγκυνηγέτης
- συγκυνηγέω
- συγκυνηγός
- φιλοκυνηγέτης
- φιλοκυνηγία
- φιλοκύνηγος
θέμα κῠνᾱγ- → δείτε τη λέξη κυναγός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- κυνηγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυνηγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ηγός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ηγός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα διγενή μονοκατάληκτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)