ἀεριωθούμενον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀεριωθούμενον | τὰ | ἀεριωθούμενα | ||||
γενική | τοῦ | ἀεριωθουμένου | τῶν | ἀεριωθουμένων | ||||
δοτική | τῷ | ἀεριωθουμένῳ | τοῖς | ἀεριωθουμένοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀεριωθούμενον | τὰ | ἀεριωθούμενα | ||||
κλητική ὦ! | ἀεριωθούμενον | ἀεριωθούμενα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀεριωθούμενον ουδέτερο