conforme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conforme | conformes |
conforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]conforme (pt)
- σύμφωνα με