just
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]just (en) (χωρίς παραθετικά)
- μόνο
- ⮡ Just Paul saw the snake.
- Μόνο ο Παύλος είδε το φίδι (δηλ. κανείς άλλος).
- ⮡ Just you can help me.
- Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.
- ⮡ I don’t have a landline, just a cellphone.
- Δεν έχω σταθερό τηλέφωνο, μόνο κινητό.
- ⮡ I just looked at it, I didn’t touch it.
- Εγώ μόνο που το κοίταξα, δεν τ' άγγιξα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη solely
- ⮡ Just Paul saw the snake.
- απλά/απλώς
- ⮡ I am sorry to say it, but your boyfriend is just an untalented actor.
- Λυπάμαι που το λέω αλλά το αγόρι σου είναι απλά ένας ατάλαντος ηθοποιός.
- ⮡ It was just an ordinary day.
- Ήταν απλά μια συνηθισμένη μέρα.
- ⮡ I just want to help.
- Απλά θέλω να βοηθήσω.
- ⮡ I just think you should wait a bit.
- Απλά νομίζω ότι πρέπει να περιμένεις λίγο.
- ⮡ We'll just have to hope for the best.
- Θα πρέπει απλά να ελπίζουμε για το καλύτερο.
- ⮡ I'm just saying there are risks involved.
- Απλά λέω ότι υπάρχουν κίνδυνοι.
- ⮡ I’m just telling you the truth.
- Απλά σου λέω την αλήθεια.
- ⮡ I'm just glad you're OK.
- Απλά χαίρομαι που είσαι καλά.
- ⮡ That's just plain stupid.
- Αυτό είναι απλά εντελώς χαζό.
- ⮡ I can't just drop all my commitments.
- Δεν μπορώ απλά να αφήσω όλες μου τις υποχρεώσεις.
- ⮡ This essay is just not good enough.
- Αυτό το δοκίμιο απλά δεν είναι αρκετά καλό.
- ⮡ It's just that I had to tell somebody.
- Απλά έπρεπε να το πω σε κάποιον.
- ⮡ Just because you're older than me doesn't mean you know everything.
- Απλά επειδή είσαι μεγαλύτερη από μένα, δεν σημαίνει ότι ξέρεις τα πάντα.
- ⮡ It just kind of happened.
- Απλά συνέβη κάπως.
- ⮡ I'm just so sick of this.
- Απλά έχω βαρεθεί τόσο πολύ με αυτό.
- ⮡ Let’s just say that I have my reasons.
- Ας πούμε απλώς ότι έχω τους λόγους μου.
- ⮡ This is not just another movie—it's a masterpiece.
- Αυτή δεν είναι απλώς άλλη μια ταινία—είναι αριστούργημα.
- ⮡ It has to be green—and not just any green, but a very precise shade of olive.
- Πρέπει να είναι πράσινο—και όχι απλώς οποιοδήποτε πράσινο, αλλά μια πολύ ακριβή απόχρωση ελιάς
- ⮡ If she doesn't like it, that's just too bad.
- Αν δεν της αρέσει, απλώς κρίμα.
- ≈ συνώνυμα: simply, → και δείτε τη λέξη merely
- ⮡ I am sorry to say it, but your boyfriend is just an untalented actor.
- μόλις (που), δεν…παρά μόνο, κατά λίγο
- ⮡ You just missed her.
- Την έχασες μόλις.
- ⮡ They just made it, boarding the aircraft minutes before take-off.
- Μόλις τα κατάφεραν, επιβιβάζοντας στο αεροπλάνο λίγα λεπτά πριν την απογείωση.
- ⮡ He only just managed to pass the exams.
- Μόλις που κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις.
- ⮡ We only just caught the train.
- Μόλις που προλάβαμε το τρένο.
- ⮡ There was just a chance.
- Δεν ήταν παρά μόνο τύχη.
- ⮡ You just missed her.
- μόλις τώρα τελευταία, ότι, που συνέβη πολύ πρόσφατα
- ⮡ I had just left when she came.
- Μόλις είχα φύγει όταν ήρθε.
- ⮡ The clock just struck ten.
- Μόλις χτύπησε δέκα το ρολόι.
- ⮡ He just got out of prison.
- Μόλις βγήκε από τη φυλακή.
- ⮡ He just returned.
- Ότι γύρισε.
- ⮡ -”Where is your father?” -“He just left.”
- -«Πού είναι ο πατέρας σου;» -«Ότι έφυγε.»
- ⮡ I had just left when she came.
- μόλις, πάνω που, ακριβώς, αυτή τη στιγμή
- ⮡ Just as the party started heating up…
- Μόλις άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα στο πάρτι…
- ⮡ I was just leaving when she came.
- Μόλις έφευγα όταν ήρθε.
- ⮡ I was just leaving.
- Επάνω που έφευγα.
- ⮡ Just as I was setting the table…
- Πάνω που έστρωνα το τραπέζι…
- ⮡ He found the time to come and worry her with questions, just when she was busy cooking dinner!
- Βρήκε την ώρα να έρθει και να την παιδεύει με ερωτήσεις, ακριβώς όταν ήταν απασχολημένη με το μαγείρεμα!
- ⮡ Just as the party started heating up…
- ακριβώς
- (just about to) ότι ετοιμάζουν να, θα κάνω κάτι μόνο σε λίγες στιγμές από τώρα ή τότε
- ⮡ I was just about to call you.
- Ότι ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω.
- ⮡ I was just about to call you.
- (just going to) ότι πήγαινα να, θα κάνω κάτι μόνο σε λίγες στιγμές από τώρα ή τότε
- ⮡ I was just going to ask for it myself.
- Ότι πήγαινα να το ζητήσω εγώ.
- ⮡ I was just going to ask for it myself.
- (με προστακτική) για, χρησιμοποιείται για να τραβήξει την προσοχή κάποιου, να δώσει άδεια κτλ.
- ⮡ Just come here for a minute.
- Για έλα εδώ μια στιγμή.
- ⮡ Just come here for a minute.
Πηγές
[επεξεργασία]- just - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 188, 315, 561, 635. ISBN 9780194325684., λήμμα: για, (ε)πάνω, μόνο(ν), ότι