just

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

just (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μόνο, απλώς
  2. μόλις, πάνω που
    I was just leaving.
    Επάνω που έφευγα.
    just as I was setting the table - πάνω που έστρωνα το τραπέζι

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684. , λήμμα: (ε)πάνω