just
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
just (en) (χωρίς παραθετικά)
- μόνο, απλώς
- μόλις, πάνω που
- ↪ I was just leaving.
- Επάνω που έφευγα.
- ↪ just as I was setting the table - πάνω που έστρωνα το τραπέζι
- ↪ I was just leaving.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω