Μετάβαση στο περιεχόμενο

just

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

just (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μόνο
      Just Paul saw the snake.
    Μόνο ο Παύλος είδε το φίδι (δηλ. κανείς άλλος).
      Just you can help me.
    Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.
      I don’t have a landline, just a cellphone.
    Δεν έχω σταθερό τηλέφωνο, μόνο κινητό.
      I just looked at it, I didn’t touch it.
    Εγώ μόνο που το κοίταξα, δεν τ' άγγιξα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη solely
  2. απλά/απλώς
      I am sorry to say it, but your boyfriend is just an untalented actor.
    Λυπάμαι που το λέω αλλά το αγόρι σου είναι απλά ένας ατάλαντος ηθοποιός.
      It was just an ordinary day.
    Ήταν απλά μια συνηθισμένη μέρα.
      I just want to help.
    Απλά θέλω να βοηθήσω.
      I just think you should wait a bit.
    Απλά νομίζω ότι πρέπει να περιμένεις λίγο.
      We'll just have to hope for the best.
    Θα πρέπει απλά να ελπίζουμε για το καλύτερο.
      I'm just saying there are risks involved.
    Απλά λέω ότι υπάρχουν κίνδυνοι.
      I’m just telling you the truth.
    Απλά σου λέω την αλήθεια.
      I'm just glad you're OK.
    Απλά χαίρομαι που είσαι καλά.
      That's just plain stupid.
    Αυτό είναι απλά εντελώς χαζό.
      I can't just drop all my commitments.
    Δεν μπορώ απλά να αφήσω όλες μου τις υποχρεώσεις.
      This essay is just not good enough.
    Αυτό το δοκίμιο απλά δεν είναι αρκετά καλό.
      It's just that I had to tell somebody.
    Απλά έπρεπε να το πω σε κάποιον.
      Just because you're older than me doesn't mean you know everything.
    Απλά επειδή είσαι μεγαλύτερη από μένα, δεν σημαίνει ότι ξέρεις τα πάντα.
      It just kind of happened.
    Απλά συνέβη κάπως.
      I'm just so sick of this.
    Απλά έχω βαρεθεί τόσο πολύ με αυτό.
      Let’s just say that I have my reasons.
    Ας πούμε απλώς ότι έχω τους λόγους μου.
      This is not just another movie—it's a masterpiece.
    Αυτή δεν είναι απλώς άλλη μια ταινία—είναι αριστούργημα.
      It has to be green—and not just any green, but a very precise shade of olive.
    Πρέπει να είναι πράσινο—και όχι απλώς οποιοδήποτε πράσινο, αλλά μια πολύ ακριβή απόχρωση ελιάς
      If she doesn't like it, that's just too bad.
    Αν δεν της αρέσει, απλώς κρίμα.
     συνώνυμα: simply,  και δείτε τη λέξη merely
  3. μόλις (που), δεν…παρά μόνο, κατά λίγο
      You just missed her.
    Την έχασες μόλις.
      They just made it, boarding the aircraft minutes before take-off.
    Μόλις τα κατάφεραν, επιβιβάζοντας στο αεροπλάνο λίγα λεπτά πριν την απογείωση.
      He only just managed to pass the exams.
    Μόλις που κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις.
      We only just caught the train.
    Μόλις που προλάβαμε το τρένο.
      There was just a chance.
    Δεν ήταν παρά μόνο τύχη.
  4. μόλις τώρα τελευταία, ότι, που συνέβη πολύ πρόσφατα
      I had just left when she came.
    Μόλις είχα φύγει όταν ήρθε.
      The clock just struck ten.
    Μόλις χτύπησε δέκα το ρολόι.
      He just got out of prison.
    Μόλις βγήκε από τη φυλακή.
      He just returned.
    Ότι γύρισε.
      -”Where is your father?” -“He just left.”
    -«Πού είναι ο πατέρας σου;» -«Ότι έφυγε.»
  5. μόλις, πάνω που, ακριβώς, αυτή τη στιγμή
      Just as the party started heating up…
    Μόλις άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα στο πάρτι…
      I was just leaving when she came.
    Μόλις έφευγα όταν ήρθε.
      I was just leaving.
    Επάνω που έφευγα.
      Just as I was setting the table…
    Πάνω που έστρωνα το τραπέζι…
      He found the time to come and worry her with questions, just when she was busy cooking dinner!
    Βρήκε την ώρα να έρθει και να την παιδεύει με ερωτήσεις, ακριβώς όταν ήταν απασχολημένη με το μαγείρεμα!
  6. ακριβώς
      I like you just the way you are.
    Μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη exactly
  7. (just about to) ότι ετοιμάζουν να, θα κάνω κάτι μόνο σε λίγες στιγμές από τώρα ή τότε
      I was just about to call you.
    Ότι ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω.
  8. (just going to) ότι πήγαινα να, θα κάνω κάτι μόνο σε λίγες στιγμές από τώρα ή τότε
      I was just going to ask for it myself.
    Ότι πήγαινα να το ζητήσω εγώ.
  9. (με προστακτική) για, χρησιμοποιείται για να τραβήξει την προσοχή κάποιου, να δώσει άδεια κτλ.
      Just come here for a minute.
    Για έλα εδώ μια στιγμή.