Μετάβαση στο περιεχόμενο

merely

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
merely < mere + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

merely (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απλά, απλώς, μονάχα, μόνο, δεν…παρά μόνο, και μόνο που
      I merely looked at it, I didn’t touch it.
    Εγώ μόνο που το κοίταξα, δεν τ' άγγιξα.
      There was merely a chance.
    Δεν ήταν παρά μόνο τύχη.
      Merely the thought of it makes me shudder./Merely thinking of it makes me shudder.
    Και μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]