but

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bʌt/

Επίρρημα[επεξεργασία]

but (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

but (en)

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

but (en)

  1. αλλά, όμως, ωστόσο
  2. παρά να, εκτός από (το να)
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
ομόηχο: butte

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
but buts

but (fr) αρσενικό

  1. ο σκοπός
  2. (αθλητισμός) το γκολ
    → δείτε και τις λέξεις buter και buteur



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

but (pl) αρσενικό