ratio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ratio (en)
- (αριθμητική) ο λόγος (αναλογία)
- λατινικά: ratio (la) γ΄ κλ. γεν. -onis