apartment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
apartment | apartments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
apartment (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) το διαμέρισμα
- ↪ She decorated her apartment with artwork and luxury rugs.
- Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά.
- ≈ συνώνυμα: flat (βρετανικά αγγλικά)
- ↪ She decorated her apartment with artwork and luxury rugs.