flat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flat (en)
- διαμέρισμα (στο Η.Β.)
- (μουσική) ύφεση ()
- double flat - διπλή ύφεση ()
Επίθετο[επεξεργασία]
flat (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
flat (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flat (nl) ουδέτερο
- το διαμέρισμα