flat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός flat
συγκριτικός flatter
υπερθετικός flattest

flat (en)

  1. επίπεδος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη even
  2. σκασμένο λάστιχο αυτοκινήτου
    a flat tire - σκασμένο λάστιχο
  3. χωρίς ενδιαφέρον

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός flat
συγκριτικός more flat
υπερθετικός most flat

flat (en)

  1. επίπεδα
  2. εντελώς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
flat flats

flat (en)

  1. (ΗΒ) διαμέρισμα
     συνώνυμα: apartment
  2. (μουσική) ύφεση ()
     αντώνυμα: sharp
    • double flat - διπλή ύφεση ()
  3. (ανεπίσημο) σκασμένο λάστιχο αυτοκινήτου
    a flat - σκασμένο λάστιχο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]


Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

flat (nl) ουδέτερο