participate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | participate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | participates |
αόριστος | participated |
παθητική μετοχή | participated |
ενεργητική μετοχή | participating |
Ρήμα
[επεξεργασία]participate (en)
- (αμετάβατο) συμμετέχω
- ⮡ Representatives of all parties will participate equally in the debate.
- Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.
- ⮡ Although he is generally unsociable, he sometimes participates in club events.
- Παρόλο που γενικά είναι αντικοινωνικός, μερικές φορές συμμετέχει στις εκδηλώσεις του συλλόγου.
- ⮡ Representatives of all parties will participate equally in the debate.