participate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας participate
γ΄ ενικό ενεστώτα participates
αόριστος participated
παθητική μετοχή participated
ενεργητική μετοχή participating

participate (en)

  • (αμετάβατο) συμμετέχω
    Representatives of all parties will participate equally in the debate.
    Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.

Συγγενικά

[επεξεργασία]