Μετάβαση στο περιεχόμενο

participate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας participate
γ΄ ενικό ενεστώτα participates
αόριστος participated
παθητική μετοχή participated
ενεργητική μετοχή participating

participate (en)

  • (αμετάβατο) συμμετέχω
      Representatives of all parties will participate equally in the debate.
    Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.
      Although he is generally unsociable, he sometimes participates in club events.
    Παρόλο που γενικά είναι αντικοινωνικός, μερικές φορές συμμετέχει στις εκδηλώσεις του συλλόγου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]