element
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈel.ɪ.mənt/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
element (en)
- το στοιχείο
- (θεωρία συνόλων) στοιχείο, μέλος συνόλου
- (πληροφορική, HTML, XML) στοιχείο
- ※ HTML elements tell the browser how to display the content [1]
- Τα στοιχεία HTML λένε στο πρόγραμμα περιήγησης πώς να εμφανίζει το περιεχόμενο.
- ※ The HTML DOM uses a tree data structure to represents the hierarchy of elements. (JavaScript article)[2]
- Το HTML DOM χρησιμοποιεί μια δομή δεδομένων δέντρου για την αναπαράσταση της ιεραρχίας των στοιχείων.
- δείτε επίσης: HTML element στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ HTML elements tell the browser how to display the content [1]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in one's element: στο στοιχείο του
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
element στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) HTML Introduction, What is HTML?, από . Δημοσίευση 2020-01-28. Αρχειοθέτηση 2020-11-06. Πρόσβαση 2020-11-06.
- ↑ (αγγλικά) Tree Data Structures in JavaScript for Beginners. Αρχειοθέτηση 2020-08-25. Πρόσβαση 2020-10-28.
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
element (pl) αρσενικό
- το στοιχείο
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
element (sv)
- το στοιχείο
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Θεωρία συνόλων (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- HTML (αγγλικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)