φύση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φύση | οι | φύσεις |
γενική | της | φύσης* | των | φύσεων |
αιτιατική | τη | φύση | τις | φύσεις |
κλητική | φύση | φύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φύση < αρχαία ελληνική φύσις < φύω - φύομαι(φυτρώνω, βλασταίνω)
- σημασία «χαρακτήρας ανθρώπου» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική nature[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐ση
- ομόηχο: φύσει
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φύση θηλυκό
- ο φυσικός κόσμος, η πλάση, καθετί ανόργανο και οργανικό -συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου- που υπάρχει και μεταβάλλεται ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου.
- ↪ Η αστροφυσική, η γεωλογία, η ωκεανολογία, η μετεωρολογία, η χημεία, η πυρηνική φυσική, ανατομία, η ιατρική, η γεωπονία και η οικολογία είναι μερικές από τις επιστήμες που μελετούν τη φύση, γι' αυτό ονομάζονται φυσικές επιστήμες.
- μέρος της επιφάνειας του πλανήτη Γη όπου δεν έχει παρέμβει ή εγκατασταθεί ο άνθρωπος
- ↪ άγρια φύση, η ομορφιά της φύσης
- ↪ η ορειβασία είναι ένας καλός τρόπος να βρεθεί κανείς κοντά στη φύση
- το ποιόν, η φτιασιά, ο βαθύτερος και ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ανθρώπου ή πράγματος
- ↪ η θνητή φύση του ανθρώπου
- ↪ η παροδική φύση ενός φαινομένου
- ↪ ο τάδε έχει καλλιτεχνική φύση, ο δείνα είναι φύσει αθυρόστομος και βωμολόχος
- ↪ Συζητήθηκαν θέματα νομικής φύσεως.
- (ευφημισμός) τα γεννητικά όργανα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δεύτερη φύση / δευτέρα φύσις
- εκ φύσεως
- παρά φύσιν / παρά φύση
- πάσης φύσεως
- στοιχείο της φύσης
- κατά φύσιν / κατά φύση
- φύσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- φυσιο-, φυσι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φυσιο- στο Βικιλεξικό
- φυσικο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φυσικο- στο Βικιλεξικό
και
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φύση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φύση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- φύση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φύση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)