φυσιο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσιο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυσιο- < φύσις
Πρόθημα
[επεξεργασία]φυσιο-
- ..
- φυσιογνωμία, φυσιογνωμιστής
- φυσιογνωσία, φυσιογνώστης
- φυσιογραφία, φυσιογράφος
- φυσιοδίφης
- φυσιοθεραπεία
- φυσιοκρατία, φυσιοκράτης
- φυσιολάτρης, φυσιολατρία, φυσιολατρικός
- φυσιολογία, φυσιολόγος
- φυσιολογικός
- φυσιοπαθολογία