ποιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποιόν | ||
γενική | του | ποιού | ||
αιτιατική | το | ποιόν | ||
κλητική | ποιόν | |||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποιόν < αρχαία ελληνική ποιόν, ουδέτερο του ποιός < ποῖος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷos
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐όν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποιόν ουδέτερο
- οι ιδιότητες και τα ποιοτικά γνωρίσματα ενός πράγματος, η ποιότητα ενός πράγματος
- οι ιδιότητες και τα γνωρίσματα του χαρακτήρα ενός ανθρώπου, κυρίως από ηθική άποψη
- ↪ το ποιόν του είναι αμφιλεγόμενο, είναι ύποπτο και δεν πρέπει να τον εμπιστεύσαι
- (ειδικότερα) οι ιδιότητες και τα ποιοτικά γνωρίσματα ενός πράγματος (στις τέχνες και στις επιστήμες)
- (γραμματική) → δείτε ποιόν ενέργειας (εξακολουθητικό, συνοτπικό και συντελεσμένο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποιόν
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)