συνοπτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνοπτικός < σύνοψη + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]συνοπτικός
- που συνοψίζει, που εκθέτει με λίγα λόγια το συμπέρασμα μιας συζήτησης ή ενός κειμένου που προηγήθηκε
- που διαρκεί λίγο
- (γραμματική) που αναφέρεται στους ρηματικούς χρόνους που δεν δηλώνουν τη διάρκεια ή την επανάληψη μιας πράξης
- (χριστιανισμός) που αναφέρεται στα ευαγγέλια κατά Ματθαίον, Μάρκον, Λουκάν