σύνοψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύνοψη | οι | συνόψεις |
γενική | της | σύνοψης* | των | συνόψεων |
αιτιατική | τη | σύνοψη | τις | συνόψεις |
κλητική | σύνοψη | συνόψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνόψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύνοψη < αρχαία ελληνική σύνοψις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύνοψη θηλυκό
- σύντομη μορφή ενός κειμένου ή συγγράμματος
- η ιερά σύνοψη, βιβλίο με τις βασικές χριστιανικές εκκλησιαστικές ακολουθίες
- η σύνοψη των ευαγγελίων, βιβλίο στο οποίο συγκρίνονται τα κείμενα των ευαγγελίων, στα γεγονότα που περιγράφουν. Συνήθως παρατίθενται σε 4 στήλες.