σύνοψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύνοψη οι συνόψεις
      γενική της σύνοψης* των συνόψεων
    αιτιατική τη σύνοψη τις συνόψεις
     κλητική σύνοψη συνόψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνόψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύνοψη < αρχαία ελληνική σύνοψις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύνοψη θηλυκό

  1. σύντομη μορφή ενός κειμένου ή συγγράμματος
  2. η ιερά σύνοψη, βιβλίο με τις βασικές χριστιανικές εκκλησιαστικές ακολουθίες
  3. η σύνοψη των ευαγγελίων, βιβλίο στο οποίο συγκρίνονται τα κείμενα των ευαγγελίων, στα γεγονότα που περιγράφουν. Συνήθως παρατίθενται σε 4 στήλες.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]