overview
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈəʊvə(ɹ)ˌvjuː/
- ΔΦΑ : /ˈəʊvəvjuː/ και /ˈəʊvərvjuː/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
overview | overviews |
overview (en)
- η σύνοψη, η επισκόπηση, η σύντομη/συνοπτική περίληψη
- η επισκοπική κριτική, ο συνολικός επανέλεγχος, η γενική επανεξέταση
- (παρωχημένο) 17ος αιώνας: επιθεώρηση, επίβλεψη
- (αμερικάνικα αγγλικά, 1934) αξιολόγηση, επιθεώρηση, έρευνα· περίληψη, σύνοψη, ανακεφαλαίωση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
overview στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | overview |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overviews |
αόριστος | overviewed |
παθητική μετοχή | overviewed |
ενεργητική μετοχή | overviewing |
overview (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- overview - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- overview - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)