επισκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επισκόπηση | οι | επισκοπήσεις |
γενική | της | επισκόπησης* | των | επισκοπήσεων |
αιτιατική | την | επισκόπηση | τις | επισκοπήσεις |
κλητική | επισκόπηση | επισκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισκόπηση < αρχαία ελληνική ἐπισκόπησις < ἐπισκοπέω / ἐπισκοπῶ < σκοπέω / σκοπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επισκόπηση θηλυκό
- η σύντομη εξέταση, ή παρουσίαση, ενός συνόλου θεμάτων, γεγονότων, πραγμάτων κ.τ.π.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισκόπηση
Πηγές[επεξεργασία]
- επισκόπηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.