examen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
examen | examens |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
examen (fr) αρσενικό
- η εξέταση, η βάσανος, η επισκόπηση, το διαγώνισμα
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
examen (es) αρσενικό (πληθυντικός exámenes (es))
- η εξέταση